μέρισμα — part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρισμα — το, ατος 1. μερίδιο: Τα μερίσματα των κτημάτων είναι δέκα στρέμματα. 2. το ποσό από τα κέρδη μιας εταιρείας που αναλογεί σε κάθε μέτοχο: Προνομιούχο μέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερίσματα — μέρισμα part neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek
μερισματούχος — ο αυτός που έχει μέρισμα, μερίδιο, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + ούχος*] … Dictionary of Greek
Politics of Greece — The Politics of Greece takes place in a large parliamentary representative democratic republic, whereby the Prime Minister of Greece is the head of government, and of a multi party system. Legislative power is vested in both the government and… … Wikipedia
αυτοχρηματοδότηση — η η χρηματοδότηση της λειτουργίας ή των επενδυτικών σχεδίων μιας επιχείρησης από τα συσσωρευμένα καθαρά κέρδη της, τα οποία δεν διανέμονται ως μέρισμα αλλά παραμένουν στη διάθεση της επιχείρησης … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek